- μακεδονίς
- μακεδονίς, -ίδος, ἡ (Α)βλ. μακεδόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μακεδονίς — Μακεδών fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Macédoine (terminologie) — Pour les articles homonymes, voir Macédoine. Traduction en cours Cette page est en cours de traduction (en français) à partir de l article es:Macedonia (terminología) 11 décembre 2010. Si vous souhaitez participer à la traduction, il vous suffit… … Wikipédia en Français
μακεδόνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαζί με τους Θεόδουλο και Τατιανό κατέστρεψε ειδωλολατρικό ναό στη Μυρόπολη της Φρυγίας. Για τον λόγο αυτόν μαρτύρησε επί Ιουλιανού του Παραβάτη (4ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 12… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Ημαθία — Αρχαία χώρα της Μακεδονίας που εκτεινόταν ανάμεσα στους ποταμούς Αξιό και Αλιάκμονα. Περιβαλλόταν από την Αλμωπία στα Β, από την Εορδαία στα Δ, από την Πιερία και τον Θερμαϊκό κόλπο στα Ν και από τη Βοττιαία στα Α. Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν… … Dictionary of Greek